το πλατάνι



Μικρά και ασήμαντα; 
ή χαιρέτα μας το πλάτανο;

Ημέρα Παρασκευή, 3 Φεβρουαρίου 2012, ώρα 2 μεσημέρι. 
Όλα παίζονται για την Ελλάδα.  
Ρώσικη ρουλέτα το μέλλον μας, μόνο που ο μύλος είναι γεμάτος σφαίρες. 
Δεν υπάρχει δηλαδή άδεια θαλάμη για να τη γλυτώσει ο φτωχός, ή ο μέσος Έλληνας.
Όλα μια χαρά στημένα, προμελετημένα. 
Τουλάχιστον έτσι φαίνονται από τα αποτελέσματα. 
Δυο χρόνια τώρα περιμένουμε το περίστροφο να πάρει φωτιά! 
Μια σκακιέρα με στημένο το «παιχνίδι»,
έτσι που μόνο αν πετάξει κανείς όλα τα πιόνια και την αδειάσει, 
τότε και μόνο τότε θα μπορέσει να αρχίσει, ίσως, μια σωστή παρτίδα, από την αρχή. 
Διαφορετικά; σε κάθε κίνηση αποκαλύπτεται και ένα νέο ματ. 
Στο τέλος, ό, τι κίνηση κι αν γίνει, κερδίζουν τα μαύρα! Αυτό βλέπουμε.


Λουκέτο. Παλιά υπόθεση.
Μέσα σε αυτή τη καθημερινή μαυρίλα, βγήκα κάποια στιγμή από το σπίτι για να πάω μέχρι το φούρνο, για ψωμί, πεζά πράγματα δηλαδή. 
Επιστρέφοντας, βλέπω είναι όλα γκρίζα, υπάρχει βαριά συννεφιά, όλα μια σκιά!
Τελευταία κοιτάζω μόνο κάτω, όπως όλοι σας υποθέτω. 
Βλέπω όμως αναγκαστικά τώρα, για λίγο, ποιο ψηλά. 


 Αυτό το πλατάνι, πρέπει να βρίσκεται στη Ναύπακτο, ακόμη.
Σχηματίστηκε ένα υπέροχο φόντο πίσω από το σκουριασμένο πλατάνι του γείτονα, με τα απλωμένα του χέρια στον ουρανό, προς τον χλωμό ήλιο που τον έζωναν τα μαύρα φίδια-σύννεφα.  
Ξαφνικά, έσκασε  μύτη μέσα από ένα ελάχιστο άνοιγμα στα σύννεφα ένας χλωμός ήλιος, αρχηγός δίχως ακόλουθους. 
Μιλάω για κάτι που δεν έχετε δει, για αυτό το όμορφο πλατάνι που δεν του δίνουμε οι περισσότεροι καμιά σημασία, που είναι στο δρόμο, λίγο ποιο κάτω από τη δική μας πόρτα.
Λένε πως μια φωτογραφία είναι χίλιες λέξεις και έχει γίνει μια κοινότυπη επανάληψη. Σκέτη απογοήτευση!
Μέσα σε 100 μέτρα, εγώ έκανα χίλιες και μια σκέψεις σχετικά με αυτό που αντίκρισα. 
Θα σας πω ποιο κάτω γιατί δεν στάθηκα, ή γιατί δεν έβγαλα άμεσα μια φωτογραφία.
Αρχικά, αισθάνθηκα αισιοδοξία! 
Για όσο λίγο χρόνο χρειάστηκα να διανύσω τα εκατό μέτρα πριν μπω στο σπίτι, ήταν μια θαυμάσια ανάπαυλα. 
Έλπισα πως ίσως κάτι αλλάξει για τα παιδιά μας, για τους φόρους, για τη φτώχεια, για τη κατάθλιψη, για τα δάκρυα των άστεγων και των γερόντων, για το πόνο και την εγκατάλειψη. Τα υψωμένα χέρια του πλάτανου ήταν ικεσία μαζί και ελπίδα.
Σκέφτηκα πως δεν χρειάζεται να τρέχει ο φωτογράφος μια ζωή για να βρει, ή να συναντήσει το «μεγάλο θέμα», και πως δεν πρέπει ούτε βήμα να κάνει κανείς δίχως τη φωτογραφική του. 
Και που ήταν η δική μου μηχανή; Κοιμόταν στο σπίτι. 
Ποιος να φανταστεί, που να το ξέρω, ότι θα βρεθεί μπροστά μου το «θαύμα»;
Αμέσως είπα να τρέξω να πάρω μια μηχανή και να βγω να πάρω φωτογραφίες, ό, τι κάτσει. Λίγη αισιοδοξία τι μπορεί να κάνει στον άνθρωπο! 
Σκέφτηκα πως δεν υπάρχουν χρήματα για βενζίνες αλλά κάλλιστα εδώ, γύρω θα μπορούσα να κάτι να βγάλω, έτσι για αλλαγή. Ανέκοψα το βηματισμό για να σκεφτώ και να απολαύσω το θέμα. 
Είχα άλλα 50-60 μέτρα, αλλά  «δεν με ήθελε».
Έπεσε η πρώτη ψιχάλα και δυο στιγμές μετά έπιασε μια θαυμάσια μπόρα!  
Έγινα μούσκεμα! 
Ευτυχώς η πόρτα του σπιτιού ήταν κοντά, η φρατζόλα τη γλύτωσε, δεν έγινε «παπάρα». 
Τη γλύτωσε κι η μηχανή αφού δεν την είχα μαζί!
Το φευγαλέο υπέροχο θέαμα άλλαξε πάραυτα, τη γλύτωσε το δέντρο τη φωτογραφία και την αθανασία. Για λίγο φυσικά.







Όλα μαύρισαν και πάλι. 
Μερικά από τα απομεινάρια ξερών φύλων του πλάτανου, χτυπημένα από τις χοντρές σταγόνες έπεσαν ξωπίσω μου φτερουγίζοντας, και όλα πήραν το «κανονικό» τους ρυθμό. 
Ακριβώς όπως λέει ο πρωινός εκφωνητής των ειδήσεων όταν μόλις έληξε μια απεργία και όλοι εργάζονται, «κανονικά».
Μέσα στο σπίτι τίναξα τα ρούχα, σκέφτηκα να αναρτήσω μια φωτογραφία με ένα κείμενο, σύντομο, να πω και να δείξω γιατί είναι τόσο σημαντικό το φυσικό περιβάλλον για τον άνθρωπο.


Σκέφτηκα μήπως ήταν ποιο καλά από όλα αυτά τα δέντρα που έχω φωτογραφίσει κατά καιρούς, να βρω μια φωτογραφία για να μη τρέχω να τραβήξω περισσότερες. 
Σιγά τα λάχανα! Είπα μέσα μου, υπάρχουν δισεκατομμύρια φωτογραφίες με δέντρα και τοπία. Αν όμως έβρισκα εγώ τη ποιο καλή αυτή τη φορά; Αν μου τύχαινε «η μητέρα όλων των φωτογραφιών»; Ή μήπως να αναρτήσω ένα εντελώς μαύρο τετράγωνο πλαίσιο δίχως φωτογραφία μέσα, αφού η μαυρίλα πλέον είναι καθημερινή και σχεδόν μόνιμη για τον Έλληνα;
Τίποτα από όλα αυτά.



Θυμήθηκα το ημερολόγιο της νεαρής κοπέλας της  Άννας Φρανκ, εκεί που μας γράφει για το δρόμο και τα δέντρα που είδε την άνοιξη διακινδυνεύοντας να τη δουν στο παράθυρο της σοφίτας. 
Περιγράφει το πώς ένοιωσε και πως κατάλαβε τι πρέπει νοιώθουν οι φυλακισμένοι όταν βλέπουν τη φύση, τα κλαδιά των δέντρων, τα λουλούδια, την άγρια και ελεύθερη φύση, τον ουρανό.
Έχουν γραφτεί χιλιάδες περιγραφές για δέντρα, έχουν καταγραφεί άπειρες φωτογραφίες δέντρων. 
Δεν έχει σημασία πλέον μια ακόμη φωτογραφία ενός δέντρου, έστω κι αν το φόντο είναι υπέροχο, σκέφτηκα. 
Μήπως τότε να δείξω ένα σύμβολο δέντρου; 
Μπα, εγώ είμαι φωτογράφος, αν είναι να δείξω κάτι, θέλω να είναι φωτογραφία δέντρου. Κι όποιος καταλάβει.
Σημασία έχει να δώσουμε στο κόσμο αισιοδοξία, όρεξη για ζωή, φιλοδοξία για πρόοδο, διάκριση και επιτυχία, να κάνει οικογένεια, παιδιά, να χαρεί τη φιλία και τα νιάτα αλλά και τους γέρους. 
«Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια», τα δέντρα προσφέρουν τα πάντα, στο τέλος τα κάνουμε ξύλο, νοβοπάν, χαρτί, τα καίμε, τα καταστρέφουμε, τα καίμε όρθια, ζωντανά. 
Κάψαμε, ή κάψανε τη μισή Ελλάδα τα καλοκαίρια συνήθως. Τώρα τσακίζουν και κόβουν τα δέντρα για να ζεσταθούν, και για να μη καούν από τους λογαριασμούς!

Να και μερικές φωτογραφίες από τα καμένα της Πεντέλης, έτσι για να ζεσταθούμε!








Καταστροφή!
Κι όμως,  ήταν αρκετό ένα δέντρο στο δρόμο να μου αλλάξει τη διάθεση έστω και για λίγο. 
Αν μου έλεγαν τι θέλεις, μια τηλεόραση; Ή ένα δέντρο; Θα διάλεγα το δέντρο.
Σκέφτηκα και το αποφάσισα με πρώτη ευκαιρία να φωτογραφίσω το πλατάνι της γειτονιάς, του το οφείλω. 
Εσείς μπορείτε να μου πείτε:
-Χαιρέτα μας το πλάτανο!
Αυτό κάνω τώρα και σας δείχνω το δέντρο φωτογραφημένο την επόμενη ημέρα, αφού ως γνωστό δεν φρόντισα να έχω τη φωτογραφική μαζί μου, και επίσης ως γνωστό, κάθε στιγμή είναι μοναδική, το φως αλλάζει, η διάθεση, όλα. Κάθε στιγμή είναι μοναδική και πρέπει να τη ζούμε. 
Άλλο τώρα τι κάνουμε, ή τι μας αφήνουν να κάνουμε. 
Ανταλλάσσουμε ώρες από τη ζωή μας, την ίδια τη ζωή μας με κέρματα! Αυτό κάνουμε τελικά. Ούτε με τους ανθρώπους μας δεν ασχολούμαστε, ούτε καν φωτογραφίες δεν τραβάμε.






Δεν ξέρω αν έχει τώρα νόημα να αραδιάσω κι άλλες σκέψεις που αναπτύσσονται στο μυαλό μου σαν fuga του J.S. Bach, μόνο που είναι της ίδιας κλίμακας και της ίδιας απόχρωσης. 
Θα έχετε  επείγουσες εργασίες και υποθέσεις, υποθέτω. 

Τελικά, το χειμώνα του 2017 το αφεντικό απέναντι κούρεψε το πλατάνι από τη ρίζα, σχεδόν. 
Έδωσε μάχη είναι αλήθεια καθώς το δέντρο ήταν τεράστιο!
Άφησε 20 εκατοστά από τη γη γιατί το πριόνι δεν χόραγε.
Μα το δέντρο πέταξε την άνοιξη ξανά λιγοστά κλαδιά, που τα έκοψε κι αυτά το καλοκαίρι του 2017, και πάει, ξεψύχησε. Τέλος το πλατάνι.


Τέρμα τα πεσμενα φύλλα, τέρμα οι μυρουδιές μετά τη βροχή, τέρμα το θρόισμα και ο ίσκιος του το καλοκαίρι, πάει το "απαίσιο" πράσινο. 
Έφυγε το "τέρας" με τις σκιές του, χάθηκαν τα άδεια κλαδιά του, τα απλωμένα σαν χέρια στον ουρανό του χειμώνα.
Έφυγε κι άφησε εμάς τα θεριά τους ανθρώπους, τους κατ΄εικόνα και ομείωση...
Το όνειρο τέρμα.
2018, Γενάρης, η μεγάλη των Φώτων γιορτή (εορτάζουν και οι λάμπες) και όλα πάνε καλά, τα ξέρετε από πρώτο χέρι...

Γιάννης Γλυνός